- μειξοβάρβαρος
- μειξοβάρβαροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μειξοβάρβαρος — η, ο (Α μειξοβάρβαρος, ον) βλ. μιξοβάρβαρος … Dictionary of Greek
μειξοβάρβαροι — μειξοβάρβαρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μιξοβάρβαρος — και μειξοβάρβαρος, η, ο (ΑΜ μιξοβάρβαρος, ον, Α και μειξοβάρβαρος, ον) μη γνήσιος Έλληνας, αυτός που είναι κατά το ένα ήμισυ βάρβαρος και κατά το άλλο ήμισυ Έλληνας νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η μιξοβάρβαρη (για την ελληνική γλώσσα) γλώσσα ανάμικτη… … Dictionary of Greek